
Ένα υπέροχο, μοναδικό ταξίδι έφτασε στο τέλος του, κι ας απομένει μια τελευταία ίσως όχι τόσο σημαντική στροφή. Ο Ολυμπιακός δίκαια και άξια έφτασε μετά από αρκετά χρόνια σ’ ένα ακόμα Φ4 και έχασε με τον ΄ίδιο τρόπο που ο ίδιος είχε τιμωρ΄ήσει παλαιότερες φορές τους αντιπάλους του, απλά αυτή τη φορά ο Βασίλιε Μίσιτς έβαλε ένα τεράστιο τ΄ριποντο και έστειλε την Εφές στον τελικό.
Άξιζε ο Ολυμπιακός να κερδίσει; Ήταν τόσο εμφανώς καλύτερος που να δημιουργεί στεναχώρια και γκρίνια;
Όχι, ήταν ένα ισορροπημένο ματς, που θα μπορούσε να τελειώσει προφανώς διαφορετικά αλλά σίγουρα δεν είναι άδικο. Η διαιτησία ήταν με ελάχιστες εξαιρέσεις καλή και δε θεωρώ ότι επηρέασε το αποτέλεσμα.
Κρίμα υπάρχει;
Προφανώς, αφενός για την τεράστια προσπάθεια της ομάδας σ’ έναν μαραθώνιο όπου διακρίθηκε χαρ΄ίζοντάς μας μοναδικές στιγμές και κυρίως γι’ αυτόν τον υπέροχο κόσμο που υπερέβη τις 10 χιλιάδες και έκανε το Βελιγράδι να μοιάζει Πειραιάς.
Το αν η απόφαση για την τελευταία άμυνα ήταν σωστή ή λάθος, αν έπρεπε να γίνει φάουλ, να γίνει ξεκάθαρο switch, είναι υποκειμενικό και μάταιο να το σχολιάσεις. Το μπάσκετ είναι ικανότητα, αποφάσεις και τύχη, ο Μίσιτς τα είχε και τα τρία και τα κατάφερε.
Πρέπει να στεναχωρηθώ απόψε; Προφανώς… αν δεν είσαι άνιωθος, δεν μπορείς παρά να νιώθεις πίκρα, αλλά πίκρα και όχι απογοήτευση. Η ομάδα αυτή απέδειξε πως επανήλθε στο τοπ επίπεδο από το οποίο απουσίαζε για μεγάλο διάστημα, επανήλθε παίζοντας σοβαρό μπάσκετ και κυρίως, έχοντας ένα μέτριο μπάτζετ. Προσωπικά λοιπόν, στο μυαλό μου έχω δύο ισχυρά συναισθήματα, προσδοκία και ανυπομονησία. Προσδοκία για να φτάσει ακόμα ψηλότερα γιατί απέδειξε ότι μπορεί και ανυπομονησία να συνεχίσω να βλέπω και να “ζω” από όσο πιο κοντά μπορώ ψυχικά και σωματικά την πορεία της.
Ο Ολυμπιακός μόνο καλύτερος μπορεί να ΄γίνει, να τρυπήσει ξανά το ταβάνι του, που από σήμερα ψήλωσε αρκετά και να μας ξανακάνει να είμαστε περήφανοι για τη φανέλα με τον έφηβο στο σ΄τηθος, όπως έκανε όλη τη χρονιά φέτος.