
Γράφω αυτές τις γραμμές με βαριά καρδιά. Όχι για να κάνω επίθεση, ούτε για να ισοπεδώσω ό,τι έχει χτιστεί. Αλλά γιατί, αν δεν μιλήσουμε τώρα, πότε; Αν δεν κοιτάξουμε κατάματα το τέλμα, θα συνεχίσουμε να το βαφτίζουμε “σταθερότητα”; Αν δεν παραδεχτούμε την απογοήτευση, θα τη σπρώχνουμε κάθε Μάιο κάτω από το χαλί και θα περιμένουμε τον επόμενο… Μάιο να ξαναπονέσουμε;
Πέντε χρόνια. Πέντε συνεχόμενες σεζόν με τον Γιώργο Μπαρτζώκα στον πάγκο. Μια αδιάλειπτη παρουσία, ένα κεφάλαιο γεμάτο προσπάθεια, επανεκκίνηση, σπουδαίες στιγμές. Ένας προπονητής που επανέφερε την κανονικότητα, που ξανάδεσε τον Ολυμπιακό με το DNA του. Αλλά όταν φτάνει η ώρα να κάνεις απολογισμό, πρέπει να κοιτάξεις πιο ψύχραιμα: μήπως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου;
Η φετινή αποτυχία στο Final Four δεν είναι απλώς μία ακόμη. Είναι το αποκορύφωμα μιας εμμονής. Μιας δίκαιης και λογικής ψύχωσης με την Ευρωλίγκα, όχι ως όραμα αλλά ως ανάγκη. Δεν είδα όμως την αντίστοιχη προσπάθεια προσπάθεια. Είδα άγχος, είδα νεύρα, είδα σύγχυση. Και το πιο θλιβερό; Δεν είδα τον Ολυμπιακό. Δεν είδα το πάθος, δεν είδα τη μαχητικότητα, δεν είδα αυτό το κάτι που έπρεπε να υπάρχει σε κάθε κύτταρο αυτής της ομάδας. Τη στιγμή που έπρεπε να εμφανιστεί, απουσίασε. Οριστικά και αμετάκλητα.
Προσπάθησα όλη τη χρονιά να μη γράψω κάτι παρορμητικά. Κράτησα τις σκέψεις μου για μένα. Αλλά τώρα, πώς να μη μιλήσεις; Πώς να μη σταθείς μπροστά στο κάδρο και να μη δεις τα λάθη με καθαρό βλέμμα; Η επιλογή στον Λι, ο 4ος ψηλός που ήταν σαν να μην ήρθε, η ανυπαρξία ρόλου για Ντόρσεϊ, Λαρεντζάκη, Μήτρου-Λονγκ, η επιλογή Έβανς με γνωστό ιστορικό τραυματισμών, όλα φωνάζουν: πανικός. Και όταν κυριαρχεί ο πανικός, κάτι δεν πάει καλά. Όχι στον πάγκο μόνο. Στο οικοδόμημα συνολικά.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που απαξιώνουν. Ξέρω τι σημαίνει να φτάνεις Final Four. Δεν είναι μικρό πράγμα. Αλλά όταν έχεις τέτοιο ρόστερ, τέτοιο μπάτζετ, τέτοια δίψα, δεν φτάνει. Ποιος Ολυμπιακός ονειρευτήκαμε να είναι τέταρτος και να λέμε “μπράβο, του χρόνου”; Όχι. Ούτε ένας φίλος της ομάδας δεν είναι χαρούμενος μόνο με αυτό. Ειδικά όταν στο πιο κρίσιμο ματς της σεζόν, απλά… δεν εμφανίστηκες.
Οι τελικοί με τον Παναθηναϊκό, ναι, είναι σημαντικοί. Αλλά δεν ξέρω αν μπορούν πια να επουλώσουν πληγές. Μήπως θα λειτουργήσουν αποπροσανατολιστικά; Μήπως θα δώσουν μια ψεύτικη εντύπωση “σωτηρίας”, ενώ το πρόβλημα είναι πιο βαθύ; Μήπως δεν πρέπει να δούμε το αποτέλεσμα αλλά τη συνολική εικόνα; Ήδη ακούγονται φήμες για αποχωρήσεις παικτών-κλειδιών. Ο Γκος, ο Μιλουτίνοφ, αλλά και υπόλοιποι όπως ο Μακίσικ. Είναι δυνατόν μια ομάδα που κάθε χρόνο προσπαθεί να αγγίξει την κορυφή να ψάχνεται έτσι;
Και φυσικά δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι Αγγελόπουλοι. Αυτοί στηρίζουν, αυτοί αποφασίζουν, αυτοί βάζουν το πλαίσιο. Αλλά αυτό θα το κουβεντιάσουμε αλλιώς. Τώρα, η κουβέντα είναι για τον προπονητή. Τον άνθρωπο που ξέρει όσο κανείς τον οργανισμό. Που κουβάλησε ξανά την ομάδα στα ψηλά. Που έχει προσφέρει πολλά. Αλλά ακόμη και οι πιο σπουδαίες πορείες, έχουν και το τέλος τους. Δεν είναι ήττα αυτό. Είναι φυσική εξέλιξη.
Ακούγεται, λένε, πως ο Σπανούλης πάρα το συμβόλαιο του, μπορεί να φύγει από το Μονακό χωρίς οικονομικό αντίκρισμα, μόνο για τον Ολυμπιακό. Όχι, δεν λέω ότι πρέπει να έρθει άμεσα, ούτε να πάρουμε αποφάσεις εν θερμώ. Αλλά όταν η ίδια η αγορά ψιθυρίζει τέτοια πράγματα, κάτι λέει.
Ο ίδιος ο Μπαρτζώκας είχε πει κάποτε: “Γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις”. Και είναι μεγάλη κουβέντα. Αν κριθεί, με καθαρό μυαλό, με αυτοκριτική, πως πρέπει να μείνει, θα τον στηρίξω. Ολόψυχα. Αλλά αν έφτασε το τέλος, θα τον ευχαριστήσω. Για όλα. Και θα του ευχηθώ υγεία και καλή τύχη, γιατί το αξίζει. Αλλά ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Δεν αντέχει άλλη απογοήτευση. Ο Ολυμπιακός δείχνει ότι έγινε η σύγχρονη ΤΣΣΚΑ και από μόνο του είναι οδυνηρό.
Ίσως ήρθε… το πλήρωμα του χρόνου.