Ο Βαλάντης Σιδέρης γράφει μέσα στο το άδειο από κόσμο ΣΕΦ, για το πρώτο επίσημο παιχνίδι του Ολυμπιακού και την ήττα από τον ΠΑΟ, που κόστισε μεν έναν τίτλο αλλά δεν καθορίζει και ολόκληρη τη χρονιά.
Δικαιολογίες υπάρχουν και μάλιστα πολλές και βάσιμες. Πρώτο παιχνίδι, ανέτοιμη παντελώς η ομάδα όντας απροπόνητη, νέοι παίκτες που είναι φυσικό να χρειάζονται χρόνο για να “μπουν” στο κλίμα αλλά και ένα άδειο γήπεδο που κόβει την πίεση από τον αντίπαλο και τη μεταφέρει στον γηπεδούχο. Βάλτε στην εξίσωση και έναν καινούριο ΠΑΟ με νέο προπονητή και τότε η άσχημη εμφάνιση και ήττα βρίσκουν απαντήσεις. Όπως και να χει, ένα χαμένο παιχνίδι από τον αιώνιο αντίπαλο και μάλιστα στο ΣΕΦ, ενοχλεί.
Ο Ολυμπιακός έχασε πρωτίστως από την επίθεσή του και δευτερευόντως από την άμυνα. Το ματς ήταν κακό όμως οι ερυθρόλευκοι δεν βοήθησαν στο να δούμε και καλύτερο θέαμα. Τα αγωνιστικά αίτια είναι αρκετά όμως θα ήταν άδικο να συνδεθούν με συγκεκριμένους παίκτες ή την ομάδα στο σύνολό της. Ακόμα κι αν αυτές αφορούν τον Γιάννη Σφαιρόπουλο.
Οι Πειραιώτες παρ’ όλη την απραξία, παρά τις ελάχιστες προπονήσεις με πλήρη σύνθεση και αυτήν την σημαντική απουσία του Χάντερ, υστέρησαν στο σημείο που τους ξεχωρίζει στην Ευρώπη, στο πάθος και τη θέληση. Δε μπήκαν όπως έπρεπε σ’ ένα παιχνίδι το οποίο καλώς ή κακώς κρίνει ουσιαστικά έναν τίτλο και αφορά τον “ορκισμένο σου αγωνιστικό εχθρό”.
Το Κύπελλο Ελλάδος είναι και ορθά ένας υποβαθμισμένος θεσμός τουλάχιστον στη μορφή που το τρέχει η ΕΟΚ, ορίζοντας στο ξεκίνημα της σεζόν νοκ άουτ ματς.
Αν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε μπασκετικά αποκλειστικά και μόνο για τα 40 λεπτά, θα πρέπει να επισημάνουμε τα εξής. Το κεντρικό πικ εν ρολ που χαρακτηρίζει το σετ παιχνίδι απουσίαζε. Ο ΠΑΟ έδινε σωστά τα χετζ άουτ μπλοκάροντας την κάθετη πάσα στον ψηλό. Προσθέστε στην εξίσωση πως στα περισσότερα που επιχειρήθηκαν είχαν ως αποδέκτη τον Μιλουτίνοφ αντί τον Γιανγκ, με τον τελευταίο να προσπαθεί να παίξει πολλάκις με πλάτη, αρετή που δεν αποτελεί και το φόρτε του. Υπερβολικά πολλές προσπάθειες απομόνωσης στο ένας μ’ έναν, τις οποίες ο ΠΑΟ αντιμετώπιζε σχεδόν πάντα με βοήθεια με τους παίκτες του Ολυμπιακού είτε να χάνουν τη φάση είτε το σουτ όταν η μπάλα έβγαινε στον ελεύθερο παίκτη. Η ομάδα όντας πιο αθλητική δεν έτρεξε και δεν κούρασε και αμυντικά τους πράσινους. Παράλληλα δεν εκμεταλλευτεί καμία αδυναμία της ομάδας του Τζόρτζεβιτς. Ούτε τα αργά πόδια των ψηλών του μεταξύ άλλων, ούτε την αδυναμία να ακολουθήσει ενδεχόμενο υψηλό τέμπο.
Κακές επιλογές, κακά ποσοστά απόρροια της χαμηλής ψυχολογίας, ιδιαίτερα από τους νέους. Ο Χάκετ ήταν εξαιρετικός αμυντικά όμως στην επίθεση χανόταν στην γενικότερη μετριότητα παρά το φιλότιμό του και τον αγωνιστικό του τσαμπουκά. Μιλουτίνοφ, Στρόμπερι και Αθηναίου, είχαν εμφανές άγχος που μεταφραζόταν σε άσχημες επιλογές και τελειώματα.
Ο Γιανγκ ήθελε να κάνει το κάτι παρακάτω αλλά χρειάζεται κι αυτός χρόνο. Από τους παλιούς, μόνο ο Πρίντεζης ξεχώρισε και “τράβηξε” τον Ολυμπιακό αρκετές φορές και κάποιες άλλες ο Λοτζέσκι. Δυστυχώς ο αρχηγός ήταν πολύ κακός με αρκετά λάθη.
Στα θετικά εντάσσεται η ύστατη προσπάθεια στα τελευταία λεπτά όταν η ομάδα με πίεση σε όλο το γήπεδο και χαμηλή πεντάδα, προσπάθησε να γυρίσει το ματς όμως ήταν αργά. Με 64 πόντους δύσκολα κερδίζεις αγώνα, ειδικότερα αν έχεις απέναντί σου έναν καλό αντίπαλο που μετά από ένα σημείο πίστεψε ότι θα σε κερδίσει.
Σίγουρα κανείς δεν έμεινε ευχαριστημένος ούτε με την εικόνα αλλά και φυσικά με το αποτέλεσμα.
Θα ήταν εντελώς λάθος να προδικάσουμε την εξέλιξη της χρονιάς είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο όπως και να κάνουμε συγκρίσεις με την περυσινή για γούρια και ξόρκια. Η ομάδα έχει και καλό ρόστερ και σοβαρό προπονητή. Όπως κάθετί καινούριο όμως, χρειάζεται χρόνο προσαρμογής και δουλειάς. Ένας τίτλος χάθηκε όμως η χρονιά μόλις άρχισε. Εμπιστοσύνη και στήριξη σε παίκτης και τεχνική ηγεσία και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.